Είναι Χριστούγεννα του του 1979 και η Μελίνα Μερκούρη έχει πείσει μετά κόπων και βασάνων τον Μάνο Χατζιδάκι να πάνε σε ένα από τα γνωστότερα νυχτερινά κέντρα της εποχής, τη «Νέα Αθηναία», στις Τζιτζιφιές, για να δει και να ακούσει τον τραγουδιστή που έχει βάλει φωτιά στις αθηναϊκές νύχτες.
Στην πίστα της σκοτεινής αίθουσας εμφανίζεται κάποια στιγμή ένας μελαχρινός, αδύνατος νεαρός φορώντας ένα λαμέ κοστούμι και αρχίζει να τραγουδά και να χορεύει.
Ο κόσμος από κάτω παραληρεί. Τα λουλούδια δεν σταματούν να πέφτουν και οι χοροί πάνω στα τραπέζια και τις καρέκλες έχουν φουντώσει. Κι όμως μέσα σ’ αυτή την εντελώς παρακμιακή για τα γούστα του ατμόσφαιρα, ο Μάνος Χατζιδάκις ανακαλύπτει, ένα ταλέντο, ένα αστέρι φερμένο από άλλο σύμπαν μεν, που διέθετε δε αυτό το κάτι άλλο, το διαφορετικό. Ήταν ο Γιάννης Φλωρινιώτης.
Αυτή η ανεξίτηλη στόφα του σταρ που διαχρονικά τον περιέβαλε ήταν το βασικό χαρακτηριστικό του θρυλικού τραγουδιστή και ανεπανάληπτου σόου μαν που έφυγε σήμερα από τη ζωή, στα 76 του χρόνια, βάζοντας οριστικό τέλος σε μια ολόκληρη εποχή την οποία ο ίδιος σημάδεψε ανεξίτηλα με τις εκκεντρικές εμφανίσεις του, τις απροσδόκητες μουσικές του επιλογές, τη μοναδική χημεία που είχε με τον κόσμο αλλά και την ικανότητά του να τραβά πάνω του τα φλας σαν μαγνήτης.
Ήταν ευδιάκριτο από πολύ νωρίς ότι ο Γιάννης Αποστολίδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, με την ποντιακή καταγωγή, που γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Φλώρινας, σε μια φτωχή οικογένεια, και μεγάλωσε μαζί με τα αδέλφια του στο ορφανοτροφείο, καθώς η μητέρα του δεν μπορούσε να τους συντηρήσει, ήταν γεννημένος για να ξεχωρίσει με κάποιον τρόπο. Κι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στη μοίρα του.
Στα 16 του χρόνια θα ξεκινήσει να τραγουδάει σε ένα πενταμελές λαϊκό σχήμα με το οποίο περιόδευε ανά την Ελλάδα. Στα 18 του είχε ήδη φτιάξει ένα μεγάλο ετερόκλητο ρεπερτόριο που περιελάμβανε από μοντέρνα και ελαφρά τραγούδια, ελληνικά και ξένα, μέχρι λαϊκά, δημοτικά και ποντιακά. Όλα τα ερμήνευε με έναν τρόπο εντελώς δικό του, που δεν θύμιζε κανέναν άλλο.
Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει επισήμως την καριέρα του ως Γιάννης Φλωρινιώτης τραγουδώντας στη Θεσσαλονίκη, αρχικά δίπλα σε γνωστούς ρεμπέτες όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαιωάνου, ο Γιώργος Λούκας, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και στη συνέχεια στο πλευρό της Ρίτας Σακελλαρίου. Όταν τού προτείνουν να πάει να τραγουδήσει στον Καναδά, εκείνος λέει αμέσως το «ναι». Πηγαίνει, ανεβαίνει στην πίστα και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Όλη η ελληνική ομογένεια τα σπάει κάθε βράδυ στου Φλωρινιώτη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 το ίδιο αυτό σκηνικό μεταφέρεται στην Αθήνα. Ο Γιάννης Φλωρινιώτης έχει κάνει δυναμική απόβαση στη νυχτερινή διασκέδαση της πρωτεύουσας και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Εμφανίζεται στα πιο γνωστά μπουζούκια της εποχής. Στα πρώτα τραπέζια βρίσκονται, κάθε βράδυ, επώνυμοι από τον χώρο της μουσικής και του κινηματογράφου μαζί με ευκατάστατους θαμώνες. Πιο πίσω λαϊκοί τύποι που αδειάζουν τα μπουκάλια σε χρόνο ρεκόρ και κορίτσια με έντονο βάψιμο και λαμέ φορέματα που δεν σταματούν να χορεύουν πάνω στα τραπέζια.
Κάθε βράδυ που ο Φλωρινιώτης βγαίνει στη σκηνή, με τα λαμπερά κοστούμια του, που ξεπερνούν κάθε φαντασία, το πλήθος τον αποθεώνει. Τον αποκαλούν «Έλβις της Ελλάδας», τού εκδηλώνουν τον θαυμασμό τους με ακραίο τρόπο κι εκείνος απαντά με το ανεπανάληπτο στυλ του: «Πειράζει που είμαι και μεγάλη φίρμα, πειράζει;».
Παρότι αρκετοί ήταν εκείνοι που τον αμφισβήτησαν και τον κατέκριναν έντονα, ως εκφραστή της μουσικής υποκουλτούρας, κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ο Γιάννης Φλωρινιώτης ήταν σταρ αντίστοιχης δυναμικής με αυτή της Βουγιουκλάκη, του Ξανθόπουλου και του Βοσκόπουλου.
Οι εποχές άλλαξαν αλλά ο Γιάννης Φλωρινιώτης παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής τους πιστός στο μοντέλο που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτό του εκκεντρικού διασκεδαστή που καταφέρνει να λάμψει, όπου κι αν βρεθεί, στην πίστα, στη θεατρικό σανίδι ή στο κινηματογραφικό γύρισμα, με μια άσβεστη δύναμη που βασίζεται στην μοναδικότητα και την αυθεντικότητά του.
Η εκπομπή με τον Χατζιδάκι στο Γ’ Πρόγραμμα
Το βράδυ εκείνο που ο Χατζιδάκις είδε για πρώτη φορά τον Γιάννη Φλωρινιώτη επί το έργον πήρε την τολμηρή απόφαση να τον προσκαλέσει στην ραδιοφωνική εκπομπή που έκανε τότε στο Γ’ Πρόγραμμα. Τολμηρή καθώς εκεί φιλοξενούνταν, αποκλειστικά, καλλιτέχνες του έντεχνου ρεπερτορίου. Ο Χατζιδάκις όμως ήταν προφήτης στον χώρο του αλλά και αθεράπευτος προβοκάτορας. Κι ως τέτοιος έφερε τον Γιάννη Φλωρινιώτη στο Γ’ Πρόγραμμα ξεσηκώνοντας αντιδράσεις στους ψευτοσυντηρητικούς υπέρμαχους της δήθεν ποιοτικής μουσικής.
«Τον Φλωρινιώτη τον ανακάλυψε ένα είδος τραγουδιών που δεν θα μας απασχολούσε, παρά μονάχα σαν ένα εντατικό σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα. Κι όμως! Πλησιάζοντας, ανακαλύψαμε έναν μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή της τάξεως Γαρδέλ ή ενός Μουλουτζί! Ο τραγουδιστής σαφώς τραγουδάει με ήθος!» είπε ο Μάνος Χατζιδάκις εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι της 2ας Φεβρουαρίου του ‘80, προλογίζοντας τον απρόσμενο καλεσμένο του που τραγούδησε τα σουξέ του με μουσική συνοδεία τσέμπαλου αλλά και το δικό του «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι».
Για τον Γιάννη Φλωρινιώτη πάλι το κάλεσμα του Χατζιδάκι αποτέλεσε μια απροσδόκητη αναγνώριση, ένα θείο δώρο, μια πολύτιμη επιβράβευση. Δεν είναι τυχαίο πως περνώντας το κατώφλι του Γ΄ Προγράμματος, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και αναφώνησε συγκινημένος: «Σ’ ευχαριστώ, θεέ μου, από δω δεν έχει περάσει ούτε ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης!».