Αν χαρακτηρίζει κάτι τον Αργύρη Παπαργυρόπουλο, αυτό είναι το να παραμένει ψύχραιμος ακόμη και σε στιγμές που είναι καταλυτικές για τη ζωή ενός ανθρώπου.
Την Τετάρτη, 25/10, η μεζονέτα της Γλυφάδας που του ανήκε και έμενε επί δεκαετίες, η οποία βρίσκεται στην οδό Τύχης-παιχνίδια που παίζει η μοίρα καμιά φορά-βγήκε στο σφυρί για οφειλές του επιχειρηματία και πουλήθηκε για 7.500.000 ευρώ.
Άλλος στη θέση του -η πλειονότητα δηλαδή των επωνύμων- μάλλον θα κρυβόταν μετά από αυτό και δεν θα έκανε καμία δήλωση, όχι όμως αυτός ο ιδιόρρυθμος βλάχος από τον Παρνασσό.
«Έχει ο Θεός για το πού θα μείνω. Εδώ που έφτασε θα πω καλορίζικο σε αυτόν που το πήρε» δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή την Πέμπτη το πρωί ένας επιχειρηματίας με μεγάλη ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα.
Μια ιστορία που δεν του χαρίστηκε αφού τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και είδε την «Αθηναία» του το 2019 να σφραγίζεται για χρέη 800.000 ευρώ.
Τέσσερα χρόνια μετά, έχασε το σπίτι του, αλλά όπως είπε ένα κεραμίδι να βάλει πάνω από το κεφάλι του θα το βρει, αυτός ο επίμονος άνθρωπος που ακόμη και στα δύσκολα δεν κρύφτηκε ποτέ.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η σύλληψή του τον Απρίλιο του 2012 για χρέη προς το Δημόσιο, αφού δεν είχε αποδώσει ΦΠΑ ύψους 85.393 ευρώ.
Την αντιμετώπισε ψύχραιμα λέγοντας αργότερα σε μια συνέντευξή του: «Μάζεψα μέρες φυλακής για το κράτος αλλά δεν άφησα ποτέ το προσωπικό μου απλήρωτο», δείγμα κι αυτό της νοοτροπίας ενός χαρακτήρα που δεν άλλαξε ποτέ.
Ο Ανδρέας και η βόμβα
Ο αστικός μύθος λέει ότι ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος, έχει δει τόσα πολλά που αν αποφάσιζε να τα πει όλα, μάλλον μετά θα χρειαζόταν να φύγει από την Ελλάδα.
Ο άνθρωπος που σημάδεψε την μετάλλαξη της αθηναϊκής νύχτας από τα 70’ς στα 90’ς, εξακολουθεί να παραμένει αμετακίνητος στις απόψεις του, όπως αρμόζει σε έναν παραδοσιακό βλάχο από ένα μικρό χωριό του Παρνασσού.
Το έχει πει άλλωστε και ο ίδιος: «Με ένα ταγάρι ήρθα από το χωριό, με ένα ταγάρι θα γυρίσω. Ευτυχώς που έχω κάτι γίδια. Ελπίζω όταν πεθάνω να έχω κάτι για τα παιδιά έτσι ώστε να μη βρίζουν τον πατέρα τους».
Ο επιχειρηματίας που έχει ταυτιστεί με την αθηναϊκή νύχτα και είδε τα τελευταία χρόνια πρώτα την «Αθηναία» να βγαίνει στο σφυρί, είναι ένας άνθρωπος που παραμένει πάνω απ’ όλα αυθεντικός, έστω κι αν αυτό του έχει κοστίσει αρκετές φορές.
Κάποιες άλλες γέννησαν τον μύθο του Αργύρη μέσα στη νύχτα και μια από αυτές έχει για πρωταγωνιστή τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, τον καιρό που μόλις είχε εκλεγεί πρωθυπουργός.
Ο Ανδρέας μαζί με τον Γιώργο Κατσιφάρα και λίγους φίλους κλείνει τραπέζι στη θρυλική «Αθηναία» για να διασκεδάσει μια καθημερινή.
Ο Παπαργυρόπουλος θέλοντας να τον περιποιηθεί δεν του δίνει απλά το πρώτο τραπέζι, αλλά με το που κάθεται η παρέα στέλνει αμέσως σαμπάνιες.
Ο Ανδρέας του γνέφει και μόλις ο επιχειρηματίας στέκεται από πάνω του λέει χαμογελαστός: «Τι είναι αυτά, ρε Αργύρη; Φέρε μας κανένα ουίσκι να πιούμε..»
Η επιθυμία του πραγματοποιείται άμεσα και η παρέα μετά από λίγη ώρα δείχνει να απολαμβάνει τη βραδιά, εν αντιθέσει με τον Παπαργυρόπουλο, ο οποίος ταράζεται από ένα απειλητικό τηλεφώνημα για βόμβα στο μαγαζί.
Σπεύδει αμέσως στο πρωθυπουργικό τραπέζι, ενημερώνει τον Ανδρέα Παπανδρέου για το τηλεφώνημα και ακολουθεί ένας απολαυστικός διάλογος με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να ρωτάει ατάραχος:
-«Το έχεις ασφαλίσει το μαγαζί;»
-«Όχι, πρόεδρε»
-«Κακό του κεφαλιού σου τότε, γιατί εγώ δεν φεύγω!»
Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν φυσικά ο μόνος διάσημος πελάτης.
Ξένοι και εγχώριοι σταρ, πολιτικοί, επιχειρηματίες και εφοπλιστές συγκαταλέγονται στο πάλαι ποτέ υψηλό πελατολόγιο του επιχειρηματία με τη μυθιστορηματική ζωή.
Έρωτας με τη νύχτα
Πώς αλλιώς να τη χαρακτηρίσει κανείς; Από τα παιδικά χρόνια με τη γιαγιά, το νυχτερινό σχολείο, την τεχνική σχολή και το μπάρκο στα καράβια μέχρι τη νύχτα που πήγε αυτόφωρο για χάρη της Σάρον Στόουν-τότε που βασίλευε το ωράριο Παπαθεμελή-ο Παπαργυρόπουλος έζησε τρελές αλλά και άγριες νύχτες.
Μια από τις τρελές ήταν τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου μπήκε σε μια «Αθηναία» κατάμεστη από Νεοδημοκράτες λόγω του χορού που είχαν, κάτι που ουδόλως πτόησε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Και μπορεί στην αρχή οι «γαλάζιοι» θαμώνες να πάγωσαν, στην συνέχεια όμως τον χειροκρότησαν, ενώ δυο-τρεις βουλευτές που ήταν παρόντες στην εκδήλωση έσπευσαν να του σφίξουν το χέρι.
Η πραγματική ζωή για τον Αργύρη πάντως ξεκίνησε όταν μπάρκαρε νέος στα καράβια. «Γύρισα όλο τον κόσμο σε μια εποχή που στην Ελλάδα ταξίδι θεωρούνταν η διαδρομή μέχρι τη Λαμία».
Μόλις επιστρέφει υπηρετεί τηνθητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό και ένας συνάδελφός του ήταν η αφορμή να ασχοληθεί με τα νυχτερινά στέκια, αφού αναζητούσε κάποιον να τον αντικαταστήσει στο μαγαζί που διατηρούσε στο Μεταξουργείο.
Ο Αργύρης δέχεται και θα ερωτευτεί για πάντα τη νύχτα.
Μετά το πρώτο βάπτισμα του πυρός, ανοίγει μαζί με ένα φίλο του ένα μπαρ στα Εξάρχεια την εποχή που ο αμερικάνικος στόλος επιστρέφει από το Βιετνάμ και τα δολάρια από τα τρελαμένα Αμερικανάκια ρέουν άφθονα.
Αφήνοντας πίσω τον συνεταίρο του ο Παπαργυρόπουλος ξενιτεύεται πάλι, αυτή τη φορά στην Αμερική για δύο χρόνια.
Δουλεύει ως σερβιτόρος σε ένα μαγαζί με την ονομασία Egyptian Garden, το οποίο ανήκε σε έναν φίλο του Αριστοτέλη Ωνάση και παράλληλα προσπαθεί να κάνει και άλλες δουλειές.
Δούλεψε σαν ατζέντης καλλιτεχνών και έτσι θα γνωρίσει τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Στράτο Διονυσίου πριν επιστρέψει στη Ελλάδα, όπου θα μπει στη φυλακή, εξαιτίας μιας οικονομικής ατυχίας.
Λίγους μήνες μετά την αποφυλάκισή του, ανοίγει το πρώτο του μεγάλο μαγαζί με μπουζούκια στην Εθνική Οδό, βάζοντας πρώτα ονόματα της εποχής, όπως τον Πάνο Γαβαλά με τη Ρία Κούρτη και τη Ρένα Ντάλμα.
Το «Πρόσωπο»-έτσι το είχε ονομάσει-έγινε αμέσως γνωστό, επειδή σύχναζε πολύ συχνά ο Στέλιος Καζαντζίδης, λόγω του αδερφού του ο οποίος τραγουδούσε εκεί.
Το μεγάλο μπαμ όμως θα έρθει όταν αγοράζει την περίφημη «Αθηναία» στο Κολωνάκι το 1975, το πιο σικ νυχτερινό μαγαζί της πρωτεύουσας.
Εκεί θα ζήσει τη μετάλλαξη της νύχτας από το 1980 και μετά, όταν το αυστηρό στιλιστικό dress code του κουστουμιού και της τουαλέτας καταργήθηκε ουσιαστικά από το σπορ ντύσιμο.
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου τον ενημερώνει ότι δεν μπορεί να ξαναπάει επειδή «βρωμάνε τα πλαστικά από τα αθλητικά τους παπούτσια, Αργύρη μου».
Το δράμα του Τόλη και το τζατζίκι της Σίφερ!
Όταν παίρνει τα «Αστέρια» στη Γλυφάδα δεν βάζει μπουζούκια αλλά στήνει τρεις τεράστιες πίστες και φέρνει ονόματα από το εξωτερικό για guest εμφανίσεις.
Την πρώτη μέρα ο κόσμος που μαζεύεται στην είσοδο ξεπερνάει τις δύο χιλιάδες άτομα και οι σερβιτόροι λιώνουν τα πόδια τους για να προλάβουν τις παραγγελίες.
Τα επόμενα χρόνια θα περάσουν από εκεί τεράστια ονόματα του τραγουδιού, όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Πασχάλης Τερζής και η Άννα Βίσση, αλλά και ο Δήμος Αναστασιάδης με τον Στέλιο Ρόκκο.
Με τον Βοσκόπουλο διατηρούσε μια πολύ στενή σχέση, αφού τον είχε παντρέψει με την Τζούλια Παπαδημητρίου. Όταν ξεσπάει το θυελλώδες διαζύγιο, θα πάρει το μέρος του ανοιχτά και θα τον στηρίξει στα ΜΜΕ.
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, είναι αυτός που θα του γνωρίσει την Άντζελα Γκερέκου, τη μετέπειτα σύζυγό του, οι σχέσεις τους όμως εξαιτίας κάποιων χρημάτων που του είχε δανείσει διαταράχτηκαν και δεν θα είναι ποτέ πια οι ίδιες.
Σε όλα αυτά που έζησε θυμάται μεταξύ άλλων τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ που ζήλευε παθολογικά τη Βουγιουκλάκη να της δίνει χαστούκια και τον Καρβέλα να δέρνει τον Μάριο Φραγκούλη, όμως αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ, είναι το πάρτι με τη Σάρον Στόουν.
Εκείνο το βράδυ η Αμερικανίδα σταρ μάζεψε εκατοντάδες γραβάτες από τους άνδρες του μαγαζιού και ο Παπαργυρόπουλος συνελήφθη και πήγε στο αυτόφωρο, όπως γράψαμε παραπάνω.
«Σιγά που θα το έκλεινα με τη Σάρον Στόουν να διασκεδάζει μέσα» δήλωσε χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του.
Η Ορνέλα Μούτι, ο Αλέν Ντελόν, ο πρίγκιπας Αλβέρτος του Μονακό και η Κλόντια Σίφερ έζησαν μαγικές νύχτες στα μαγαζιά του χωριατόπαιδου από τον Παρνασσό.
Η τελευταία όταν πήγε στα «Αστέρια» παρήγγειλε τζατζίκι και σαρδέλες, αναγκάζοντας τον επιχειρηματία να τρέχει στις παρακείμενες ταβέρνες προκειμένου να βρει!
Όταν της πήγε αυτά που ζήτησε, της τόνισε ότι το σκόρδο βγαίνει έντονα στην αναπνοή για να εισπράξει τη χαμογελαστή απάντηση από το top model: «Δεν με νοιάζει γιατί έχω περίοδο, οπότε θα φάω όσο θέλω»!
Ο γάμος δεν του ταίριαξε όσο η νύχτα. Απέκτησε δυο γιούς που προτίμησαν να ασχοληθούν με την υποκριτική, ενώ και ο ίδιος δεν ήθελε να μπλέξουν με τα μαγαζιά.
«Η νύχτα» έχει πει «είναι ταυτισμένη με αίματα, εγκλήματα και δολοφονίες. Εμείς προσπαθούμε να της βάλουμε φώτα και ό,τι άλλο ταιριάζει για να βγάλουμε το άχαρο από πάνω της».
Κάνοντας τον προσωπικό απολογισμό μετά από αμέτρητες νύχτες δήλωσε ευθαρσώς πριν από λίγα χρόνια: «Χρήματα από τη δουλειά μου δεν έχω βγάλει. Έζησα όμως με αξιοπρέπεια, αγόρασα ένα καλό σπίτι (σ.σ αυτό που πλειστηριάστηκε) ένα καλό αυτοκίνητο και ένα-δυο χωράφια στο χωριό μου. Ίσως δεν ήμουν και ο καλύτερος στη διαχείριση, αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχει και άλλος συνάδελφος που να έχει πλουτίσει».